- κατάστεγος
- -η, -ο (Α κατάστεγος, -ον)εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλάνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγοστεγασμένο μέρος, υπόστεγοαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγονστεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το αλοιφείο κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -στεγος (< στέγη), πρβλ. ά-στεγος, υπό-στεγος].
Dictionary of Greek. 2013.